- πανδανίδες
- (Pandanaceae). Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών της τάξης των πανδανωδών. Πρόκειται για θάμνους ή μικρά δένδρα, όλα με απλό βλαστό, φύλλα αγκαθωτά και άνθη μονογενή και δίοικα σε στάχυα. Η οικογένεια έχει 3 γένη και αριθμεί 350 είδη, που φυτρώνουν στις τροπικές περιοχές του παλαιού κόσμου. Το σαρκώδες περικάρπιο μερικών από αυτά είναι εδώδιμο. Με τα φύλλα και τις ρίζες άλλων, κατασκευάζονται σχοινιά, σπάγγοι και λινάτσες και από τα άνθη τους, με απόσταξη, αιθέριο λάδι.
* * *οιβοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων μονοκοτυλήδονων φυτών με τρία γένη και 717 περίπου είδη τών τροπικών και υποτροπικών περιοχών τής Ασίας και τής Αφρικής.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pandanaceae < pandanus + κατάλ. -ίδες].
Dictionary of Greek. 2013.